- ενήλικος
- adulte
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐνήλικος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενήλικος — η, ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, ον) [ήλιξ] αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία τής αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία … Dictionary of Greek
ενήλικος — η, ο που πέρασε στη νόμιμη ηλικία της χειραφεσίας και της αυτεξουσιότητας, που συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του και μπορεί να εξουσιάζει τον εαυτό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνηλίκοις — ἐνήλικος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνηλίκους — ἐνήλικος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνηλίκων — ἐνήλικος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνηλίκῳ — ἐνήλικος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνήλικα — ἐνήλικος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνήλικοι — ἐνήλικος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενηλικιότητα — και ενηλικότητα, η η ιδιότητα τού ενηλίκου*, το να είναι κανείς ενήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ενηλικιότητα < ενήλικος με επίδραση τού ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] … Dictionary of Greek
ενηλικιώνομαι — και ενηλικιούμαι ( όομαι) 1. γίνομαι ενήλικος 2. (νομ.) αποκτώ τη νόμιμη ηλικία τής αυτεξουσιότητας και χειραφεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήλικος με επίδραση τού ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Ἀγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek